Συντάκτης: Γιάννης Παπαδόπουλος | kathimerini.gr | 3 Φεβρουαρίου 2020
Αντιλήφθηκαν την κρισιμότητα της κατάστασης πρώτα από τη μυρωδιά. Κάτι καιγόταν στο μηχανοστάσιο. Ακολούθησε ένας εκκωφαντικός κρότος. Στα πόδια τους μαζευόταν πλέον θαλασσινό νερό. Κάποιος διάβασε προσευχές από το Κοράνι που είχε αποθηκεύσει στο κινητό του, άλλοι επιβάτες αναζήτησαν σωσίβια. Το ξύλινο τουριστικό σκάφος «Summer Breeze» ήταν ακυβέρνητο και το χτυπούσε ο καιρός. Είχαν φτάσει, όμως, τόσο κοντά στη βραχώδη ακτή του Φαρμακονησίου. Μπορούσαν να διακρίνουν το ανάγλυφό της, παρά το σκοτάδι της νύχτας, όταν ένα μεγάλο κύμα τους σκέπασε.
Το σκάφος δεν βυθίστηκε τελείως. Εξείχε μόνο η κουπαστή του, 50 εκατοστά από την επιφάνεια της θάλασσας. «Ηταν δύο μέτρα μακριά από την ακτή, είχε προσαράξει. Είχε καταρρεύσει η υπερκατασκευή και είχε καταπλακώσει τον κόσμο», κατέθεσε αργότερα κατά την εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό ο επικεφαλής της ομάδας δυτών του Λιμενικού που έσπευσαν στο ναυάγιο. «Αντικρίσαμε κόσμο σφηνωμένο. Προσπαθήσαμε να τους απεγκλωβίσουμε. Ηταν πολύς κόσμος. Είχε μικρά παιδιά, το πιο μικρό, βρέφος δύο ή τριών μηνών. Εμείς μόνο τους πνιγμένους περισυλλέξαμε».