Του Μιχάλη Ψημίτη* | Ενθέματα της Αυγής (4ος κύκλος)
*Καθηγητής Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Οι πρόσφατες εξελίξεις στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου είναι μια τρανή απόδειξη του ότι ο πολιτικός χρόνος είναι πυκνός, βαθύς και απρόβλεπτος. Πράγματι, οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών, ειδικότερα στη Λέσβο, δείχνουν μια εξαιρετική συμπύκνωση κινητοποιήσεων, επιχειρήσεων καταστολής, γεγονότων διαμαρτυρίας, ελπίδων και ματαιώσεων. Την Τρίτη, 25 Φλεβάρη, η κυβέρνηση έστειλε αιφνιδιαστικά 14 διμοιρίες ΜΑΤ σε Λέσβο και Χίο σε μια προσπάθεια να διασφαλίσει την εκκίνηση των έργων κατασκευής των κλειστών κέντρων κράτησης προσφύγων στις επιταγμένες περιοχές των νησιών. Δύο μέρες μετά, την Πέμπτη 27 του μήνα, τα ΜΑΤ αποχώρησαν από τα νησιά και η κυβέρνηση είχε ηττηθεί στο πολιτικό πεδίο και στο φυσικό χώρο. Στο ενδιάμεσο διήμερο μεσολάβησαν μαζικές και δυναμικές κινητοποιήσεις των τοπικών πληθυσμών, γενικές τοπικές απεργίες, συγκρούσεις με τα ΜΑΤ και μαχητικές πορείες διαμαρτυρίας. Αυτά τα γεγονότα έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα στα ελληνικά ΜΜΕ, έστω και με έναν τρόπο που συχνά εμφάνιζε τους άνδρες των ΜΑΤ και την κυβέρνηση ως θύματα της “αγριότητας” των νησιωτών!
Μια ψύχραιμη αποτίμηση αυτών των γεγονότων μπορεί να βοηθήσει να κατανοήσουμε ό,τι ακολούθησε στη συνέχεια. Στη Λέσβο, τουλάχιστον, υπήρξε όντως μια πολύ μαζική αντίδραση στην κατασταλτική επιχείρηση της κυβέρνησης. Όπως συμβαίνει συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις, ένα κοινωνικά, πολιτικά, ηλικιακά και επαγγελματικά ετερογενές πλήθος έδρασε με ποικίλα μέσα και διάφορες τακτικές που εξέφρασαν και συνάσπισαν ανομοιογενείς ομάδες στον κοινό αγώνα. Εντούτοις ένα “δομικό ελάττωμα” ήταν εξ αρχής παρόν στις κινητοποιήσεις. Η ένταση του κοινού αγώνα απέκρυπτε προσωρινά αγεφύρωτες διαφορές παρά δημιουργούσε προϋποθέσεις διαμόρφωσης ενός κοινού πεδίου αντίληψης και δράσης. Χαρακτηριστική εν προκειμένω ήταν η κατάσταση που διαμορφώθηκε από την αρχική φάση των κινητοπιήσεων. Ήδη από τα ξημερώματα της Τρίτης, κατά την αναμονή της άφιξης και από(βι)βασης των διμοιριών των ΜΑΤ στο νησί, μερικές εκατοντάδες διαμαρτυρόμενοι πολίτες βρέθηκαν έξω από τα κάγκελα του λιμανιού της Μυτιλήνης. Από τα μεσάνυχτα που συγκεντρώθηκε το πλήθος μέχρι τα ξημερώματα που τα ΜΑΤ αποβιβάστηκαν από το πλοίο και διέλυσαν τους συγκεντρωμένους με δακρυγόνα, σε ένα τμήμα δρόμου μήκους περίπου πενήντα μέτρων βρέθηκαν δίπλα δίπλα ακροδεξιοί, συντηρητικοί, κομμουνιστές, αριστεροί, αναρχικοί και ανένταχτοι. Αυτό που τους ένωνε ήταν ο κοινός στόχος να ματαιώσουν το σχέδιο της κυβέρνησης για την κατασκευή των κλειστών δομών. Αυτό επέτρεψε σε μέλη πολιτικών οργανώσεων, χώρων και ομάδων με εντελώς διαφορετική πολιτική ιδεολογία, καθώς και άτομα χωρίς πολιτική “στέγη”, να κυκλοφορούν και να συναντώνται μέσα στο χώρο.
Εκείνο που τους χώριζε, εντούτοις, ήταν μια άβυσσος αντιλήψεων και θέσεων. Όσο και αν ο κοινός στόχος τους έφερνε κοντά, η άβυσσος τους απομάκρυνε. Αυτό έγινε αντιληπτό ήδη λίγο πριν την από(βι)βαση των ΜΑΤ, όταν κυριολεκτικά με αυθόρμητο τρόπο οι δύο μεγάλες πολιτικές ομάδες της συγκέντρωσης διαχωρίστηκαν και κατέλαβαν διαφορετικά σημεία στο δρόμο, η καθεμιά κοντά σε μια διαφορετική πύλη του λιμανιού. Στη μια πλευρά μέλη του ΚΚΕ, της Ανταρσυα, του Συριζα, αναρχικοί και ανένταχτοι αριστεροί, στην άλλη οι ακροδεξιοί και οι συντηρητικοί, πολιτικά στεγασμένοι ή όχι. Στη μια πλευρά φώναζαν συνθήματα κατά των δομών κράτησης συνολικά και υπέρ της ελευθερίας μετακίνησης των προσφύγων, στην άλλη έψαλαν τον εθνικό ύμνο. Εκεί άκουσα κάποιον νεαρό, απευθυνόμενο σε παραταγμένους εντός του χώρου του λιμανιού και πίσω από τα κάγκελα άνδρες των τοπικών ΜΑΤ, να λέει: «κρίμα που είστε από εκείνη την πλευρά. Εσείς θα έπρεπε τώρα να είστε εδώ μαζί μας και να πολεμάμε τον κοινό εχθρό!». Αυτό το κλείσιμο του ματιού στα ΜΑΤ αποτύπωνε αναμφίβολα μια πικρία των ακροδεξιών για το γεγονός ότι βρέθηκαν, έστω και για λίγο, σε θέση σύγκρουσης με τα σώματα καταστολής. Το διήμερο που ακολούθησε ήταν γεμάτο από συγκρουσιακά γεγονότα στα οποία η διακριτή παρουσία, τόσο στο φυσικό χώρο όσο και στον συμβολικό (σημαίες, χρώματα διακριτικά, ένδυση, διάλεκτοι επικοινωνίας κοκ.) των δύο συνιστωσών του “κοινού μετώπου” έγινε απολύτως ορατή. Για παράδειγμα, στη διάρκεια των παρατεταμένων συγκρούσεων γύρω από την περιοχή Καβακλή, όπου στάθμευαν οι μπουλντόζες του στρατού έτοιμες να αρχίσουν τις χωματουργικές εργασίες, η ομάδα των αριστερών και αντισυστημικών δυνάμεων πολιορκούσε τα ΜΑΤ κυρίως από τα ανατολικά της περιοχής (Καράβα), ενώ η ομάδα των ακροδεξιών κυρίως από τα δυτικά (Διαβολόρεμα).
Το έκδηλο αποτέλεσμα της διήμερης κινητοποίησης των νησιωτών ήταν αναμφίβολα η επίτευξη του κοινού στόχου. Τα ΜΑΤ αποχώρησαν κακήν κακώς και η κυβέρνηση ανέκρουσε πρύμναν. Ένας από τους λόγους που η κυβέρνηση ηττήθηκε ήταν ασφαλώς επειδή οι νησιώτες βίωσαν τα γεγονότα πολύ περισσότερο μέσα στο χώρο τους παρά από τα δελτία ειδήσεων των τηλεοπτικών καναλιών. Ήταν από τις λίγες στιγμές στις οποίες η φυσική πραγματικότητα επικράτησε τόσο καθαρά επί της εικονικής πραγματικότητας. Εντούτοις, ένα λανθάνον εκείνες τις στιγμές αλλά εξίσου σημαντικό αποτέλεσμα των μαχών αποδείχθηκε πικρό για τις δυνάμεις της προόδου. Αμέσως μετά την αποχώρηση των ΜΑΤ και πριν καν προλάβουμε να καλογευτούμε τη γεύση της νίκης, με οδύνη ανακαλύψαμε ότι η “φυσική” συνέχεια των κοινών κινητοποιήσεων δεν ήταν αυτή που προσδοκούσαμε (η ευρύτερη εμπέδωση της αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες και η ενθάρρυνση της δημιουργίας μιας πολυπολιτισμικής κοινότητας στο νησί), αλλά ήταν η άνοδος του ρατσισμού και της βίαιης απόρριψης του “Άλλου”, η πολιτισμική εσωστρέφεια και ο σοβινιστικός απομονωτισμός. Όλα αυτά ήρθαν στην επιφάνεια με τραγικό τρόπο, όταν ομάδες εφόδου της Ακροδεξιάς έστησαν μπλόκα σε κομβικά σημεία του νησιού ελέγχοντας αυτοκίνητα και τρομοκρατώντας μέλη των ΜΚΟ, προπηλάκισαν εθελοντές και δημοσιογράφους, πυρπόλησαν το κέντρο βραχύβιας παραμονής προσφύγων στη Σκάλα Σκαμνιάς, ενώ παράλληλα “αγανακτισμένοι” κάτοικοι εμπόδισαν την αποβίβαση προσφύγων στο λιμανάκι της Θερμής και γέμισαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με μηνύματα μίσους. Ο φόβος εγκαταστάθηκε στο νησί.
Πώς καταλήξαμε εκεί; Τι συνέβη και τα πράγματα πήραν αυτή την τροπή; Οι αμέσως επόμενες μέρες από το διήμερο των συγκρούσεων με τα ΜΑΤ έδειξαν ότι στη διάρκεια των κινητοποιήσεων η Ακροδεξιά κατέκτησε ένα “ουδέτερο κοινό” το οποίο συμμετείχε μεν στις κινητοποιήσεις, αλλά συνήθως χωρίς να ταυτίζεται ανοιχτά με έναν από τους δύο πόλους. Πρόκειται κυρίως για νέους και νέες σε παρέες που έδωσαν το παρόν με διακριτό τρόπο, αλλά και με μαχητικότητα. Στη διάρκεια του διημέρου των συγκρούσεων με τα ΜΑΤ δεν υιοθέτησαν τα συνθήματα της μιας ή της άλλης πλευράς, κυρίως ανέδειξαν αυθόρμητα την επιθυμία αυτοδιάθεσης της τοπικής κοινωνίας και άρθρωσαν έναν λόγο λιγότερο πολιτικό και περισσότερο βιωματικό. Με το τέλος του διημέρου αυτό το δυναμικό προσχώρησε μαζικά στον ακροδεξιό πόλο των κινητοποιήσεων, ενισχύοντάς τον αποφασιστικά απέναντι στον εσωτερικό (τον πραγματικό) εχθρό. Αν το καλοσκεφτούμε, αυτό τελικά συνιστά ένα ιστορικό μειονέκτημα του αρθρωμένου αριστερού λόγου, δηλαδή το γεγονός ότι μιλάει πολύ εύγλωττα εξ ονόματος των αδυνάμων, αλλά σε συνθήκες συντηρητικών κοινωνιών δυσκολεύεται εξαιρετικά να “κάνει να μιλήσουν” οι ίδιοι οι αδύναμοι. Ως προς αυτή τη διάσταση, ο κυρίαρχος αριστερός λόγος σε αυτά τα συμφραζόμενα έχει μάλλον μια λειτουργία έντιμης εκπροσώπησης των περιθωριοποιημένων παρά καταφέρνει πρακτικά να τους κάνει να εκφραστούν και να αναδειχθούν πρωταγωνιστές της ζωής τους. Φυσικά, ούτε η Ακροδεξιά το κατορθώνει αυτό αυθεντικά. Εκείνη όμως καταφέρνει ενίοτε να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ενός αυθόρμητου και μαχητικού κοινωνικού ακτιβισμού που εφοδιάζει το άτομο με μια συναισθηματικά αναγκαία (ψευδ)αίσθηση αυτοεκπλήρωσης και αυτοσεβασμού. Αυτό έχει να κάνει, όπως σημείωσα σε παλαιότερο άρθρο μου, με την κοινοτιστικού τύπου θεμελίωση των ακροδεξιών πρακτικών που προσφέρει μια εκδοχή αλληλεγγύης, η οποία είναι ασφαλώς ακρωτηριασμένη, στο μέτρο που συνέχει αποκλειστικά δεσμούς μεταξύ εθνικά ομοίων, αλλά οπωσδήποτε είναι μια πιο “χειροπιαστή” αλληλεγγύη (άρα και κοινότητα) από την αριστερού τύπου οραματική, κοσμοπολίτικη και διεθνιστική αλληλεγγύη.
Είδαμε, με άλλα λόγια, ένα με την ευρύτερη έννοια κινηματικό φαινόμενο να αναπτύσσεται τις τελευταίες μέρες στο νησί, αλλά δεν πρόκειται για κοινωνικό κίνημα, είναι κυριολεκτικά ένα κοινωνικό αντικίνημα. Είναι δηλαδή η μορφή μιας συλλογικής δράσης που υιοθετεί επιφανειακά την αντισυστημική ρητορική και τη συγκρουσιακή ενέργεια των αυθεντικών κινημάτων και διαμορφώνει μια ισχυρή συλλογική ταυτότητα στη βάση των δεσμών μεταξύ των ομοίων. Από την άλλη πλευρά, όμως, θέτει στόχους που αντιστρατεύονται ανοιχτά παλαιότερες κατακτήσεις των κινημάτων, διαμορφώνει μια αλληλεγγύη σοβινιστικού και ρατσιστικού τύπου και αναπαράγει πρότυπα στρατιωτικής ιεραρχίας και οργάνωσης μέσα στην κοινωνία. Το γεγονός ότι ο λόγος και οι πρακτικές της ακροδεξιάς αφήγησης φάνηκαν να εμπεδώνονται ευρύτερα στην τοπική κοινωνία μέσα από τις κοινές κινητοποιήσεις οφείλεται ασφαλώς σε μια σειρά από παράγοντες πολιτικούς, συγκυριακούς, διεθνείς, κ.λπ., κ.λπ. Για παράδειγμα, οι πρόσφατες εξελίξεις με τη μετακίνηση προσφύγων στα σύνορα του Έβρου και την “απάντηση” της Ελλάδας δημιούργησαν ένα πολεμικό σκηνικό, μια “ελληνοτουρκοποίηση” του προσφυγικού ζητήματος που ανυψώνει τους εθνικιστικούς τόνους και ριζοσπαστικοποιεί την ακροδεξιά ρητορεία. Ωστόσο, εδώ μας ενδιαφέρει να επισημάνουμε μια βασική, όχι συγκυριακή, συνθήκη της τωρινής κατίσχυσης της ακροδεξιάς ιδεολογίας. Ας μην αναμασάμε στερεότυπα όπως εκείνο της “κουρασμένης” κοινωνίας, της κοινωνίας που έφτασε στα όρια της εξάντλησης, επειδή από το 2015 μέχρι σήμερα σηκώνει μόνη της το βάρος του προσφυγικού. Αυτό το έωλο επιχείρημα (που, περιέργως, βρίσκει ευήκοα ώτα σε δεξιά και αριστερά ακροατήρια) συνδέεται με ένα θεμελιώδη και μέχρι στιγμής αλώβητο μύθο. Δηλαδή, την ιδέα ότι στους πραγματικά δύσκολους μήνες του καλοκαιριού του 2015, όταν χιλιάδες πρόσφυγες από τη Συρία έφταναν σε απελπιστική κατάσταση με λέμβους στα βορειοανατολικά παράλληλα της Λέσβου, διαμορφώθηκε ένα μαζικό, πάνδημο και αυθεντικό κύμα ανιδιοτελούς και αυτοθυσιαστικής αλληλεγγύης.
Η ιδέα αυτή είναι μύθος επειδή στην ουσία το καλοκαίρι του 2015 διαμορφώθηκε μάλλον μια επιδερμική αλληλεγγύη που δεν είχε σχέση με την αυθεντική. Η αληθινή αλληλεγγύη στους πρόσφυγες δεν διαμορφώνεται ως μηχανισμός δημιουργίας συναισθηματικών ανταμοιβών για φιλανθρωπικές πράξεις, ούτε ως αυτάρεσκη επιβεβαίωση μιας εθνικής και τοπικής αρετής των ανθρώπων, και φυσικά δεν αυτοπροτείνεται ως εμπορεύσιμο ή ανταλλάξιμο προϊόν («η Λέσβος της αλληλεγγύης» που εξ αυτού διεκδικεί το χρίσμα της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης!). Σίγουρα δεν εμφανίζεται ως ανοχή ή ανεκτικότητα απέναντι στους πρόσφυγες και μάλιστα με ημερομηνία λήξης! Είναι μάλλον ένα διαρκές μοίρασμα και μια ανταλλαγή πόρων (υλικών και άυλων), μια αμοιβαία πολιτισμική συμπληρωματικότητα, η έμπρακτη αναγνώριση ότι ο “Άλλος” είναι εξίσου απαραίτητος για το φορέα της αλληλεγγύης όσο και ο δεύτερος για τον πρώτο. Τελικά, είναι η βεβαιότητα ότι ο ηθικά και πολιτισμικά απαρτιωμένος άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο αν συμπληρώνεται διαρκώς και πάντα από διαφορετικούς ανθρώπους. Αυτή η οικουμενική διάσταση της αλληλεγγύης (αλληλεγγύη από διαφορά) ήταν σταθερά απούσα από την πλειοψηφία των αλληλέγγυων πράξεων του 2015. Με την εξαίρεση μειοψηφικών πολιτικών ομάδων και κοινωνικών χώρων που είδαν την αλληλεγγύη μέσα από το πρίσμα της οικουμενικής ή τουλάχιστον της κοσμοπολίτικης συνείδησης, η άλλη αλληλεγγύη ήταν πάντοτε λειψή, χωλή ανεπαρκής και ευεπίφορη σε συγκυριακές επιρροές. Στο κάτω κάτω εκείνη του 2015 δεν ήταν μια αλληλεγγύη σε ανθρώπους που επιθυμούσαν να παραμείνουν και να ενταχθούν στην τοπική κοινωνία, ήταν μια “αλληλεγγύη” προς μετακινούμενα άτομα που διάβαιναν βιαστικά το νησιωτικό και εθνικό χώρο κατευθυνόμενα προς τη Β. Ευρώπη!
Υπό το πρίσμα αυτό, γίνεται ίσως σαφέστερο ότι καθ’ όλη την πενταετή διάρκεια της “προσφυγικής κρίσης” δεν έγινε (ούτε επιχειρήθηκε) ποτέ ο απαραίτητος πολιτισμικός μετασχηματισμός των συνειδήσεων που, ιδανικά, θα οδηγούσε σε διαφορετικά αποτελέσματα από αυτά που βλέπουμε τούτες τις μέρες. Ένας άλλος μύθος (εξίσου δημοφιλής σε συνιστώσες της ευρύτερης Αριστεράς), ότι δηλαδή στο διήμερο των συγκρούσεων με τα ΜΑΤ υπήρξε ένας «μεγάλος λαϊκός ξεσηκωμός», λειτούργησε επίσης παραπλανητικά από πολιτική άποψη και έδρασε ως παράμετρος βαθιάς διάψευσης προσδοκιών των απλών προοδευτικών ανθρώπων, όταν φάνηκε ότι οι ακροδεξιές πρακτικές κυριαρχούν στους δημόσιους χώρους του νησιού, φυσικούς και ψηφιακούς.
Οι άνθρωποι και οι δυνάμεις που καλούνται να δράσουν με νέους όρους για να αντισταθούν στην κυριαρχία της Ακροδεξιάς, ασφαλώς υπερασπιζόμενοι ταυτόχρονα τους πρόσφυγες, υπάρχουν και είναι πάντα εδώ. Ο τωρινός φόβος στη Λέσβο (και παντού) πρέπει να σπάσει συγχρόνως υλικά και πολιτισμικά. Δηλαδή, βραχυπρόθεσμα στο δρόμο και μακροπρόθεσμα μέσα από τον μετασχηματισμό των συνειδήσεων. Οι τρόποι και τα μέσα θα βρεθούν. Αρκεί πρώτα να καταρρίψουμε τους μύθους μας και την τάση τους να ριζώνουν μέσα μας.