rsaegean.org | 8 Οκτωβρίου 2024
Απόφαση του ΔΕΕ σχετικά με την έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας»
Την Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), συντασσόμενο και με τη Γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα, έκρινε ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εκδώσουν απόφαση που απορρίπτει αίτημα ασύλου ως απαράδεκτο, με βάση την έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας», όταν έχουν διαπιστώσει ότι δεν θα επιτραπεί στον αιτούντα άσυλο να μεταβεί στο έδαφος χώρας που έχει χαρακτηρισθεί ως ασφαλής. Το Δικαστήριο δέχθηκε, ωστόσο, ότι μπορεί μία χώρα να χαρακτηρίζεται σε κατάλογο ως «ασφαλής τρίτη χώρα» ακόμη και αν, παρά τη νομική της υποχρέωση, η εν λόγω τρίτη χώρα έχει αναστείλει, γενικώς και χωρίς να προβλέπεται προοπτική αντίθετης εξέλιξης, την εισδοχή ή την επανεισδοχή των εν λόγω αιτούντων στο έδαφός της.
Το ΔΕΕ αποφάνθηκε επί των προδικαστικών ερωτημάτων, που απέστειλε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) με την υπ’ αριθμ. 177/2023 απόφασή του, κατόπιν αίτησης ακύρωσης του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ) και της Υποστήριξης Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA) κατά της ΚΥΑ 42799/2021, με την οποία συμπεριλήφθηκε η Τουρκία στον εθνικό κατάλογο «ασφαλών τρίτων χωρών» για αιτούντες και αιτούσες άσυλο από τη Συρία, το Αφγανιστάν, τη Σομαλία, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές.
Ειδικότερα, το ΣτΕ είχε ζητήσει να διευκρινιστεί:
– αν οι διατάξεις του άρθρου 38 της οδηγίας 2013/32 αντιτίθενται στον, εκ μέρους κράτους, χαρακτηρισμό, με πράξη γενικής ισχύος, τρίτης χώρας ως «ασφαλούς τρίτης χώρας», ενώ, ήδη, η χώρα αυτή έχει προηγούμενα αναστείλει εν τοις πράγμασι την επανεισδοχή στο έδαφός της των αιτούντων διεθνή προστασία.
– εναλλακτικά, αν η προϋπόθεση αυτή της δυνατότητας επανεισδοχής στην τρίτη χώρα, πρέπει να εξετάζεται πριν την έκδοση ατομικής πράξης με την οποία απορρίπτεται αίτηση διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτη κατ’ εφαρμογή της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας», ή μόνον κατά τη στιγμή της εκτέλεσης της απόφασης αυτής.
Το ΔΕΕ, με την απόφασή του αυτή έκρινε, στο πλαίσιο εξέτασης του πρώτου ερωτήματος, ότι:
– το άρθρο 38 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ δεν αντιτίθεται σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους με την οποία τρίτη χώρα χαρακτηρίζεται ως γενικώς ασφαλής για ορισμένες κατηγορίες αιτούντων διεθνή προστασία, ακόμα και αν η εν λόγω τρίτη χώρα έχει αναστείλει, γενικώς και χωρίς να προβλέπεται προοπτική αντίθετης εξέλιξης, την εισδοχή ή την επανεισδοχή των εν λόγω αιτούντων στο έδαφός της.
– τα κράτη μέλη δεν μπορούν, εν τούτοις, να εκδώσουν απόφαση, που απορρίπτει αίτημα ασύλου ως απαράδεκτο με βάση την έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας», όταν έχουν διαπιστώσει ότι δεν θα επιτραπεί στον αιτούντα άσυλο να μεταβεί στο έδαφος χώρας, που έχει χαρακτηρισθεί ως ασφαλής.
Ως εκ τούτου, η κρίση επί της ύπαρξης ή μη δυνατότητας επανεισδοχής στην τρίτη χώρα, εν προκειμένω στην Τουρκία, καθίσταται προϋπόθεση κατά το στάδιο έκδοσης της απόφασης επί του αιτήματος ασύλου και όχι κατά το στάδιο εκτέλεσης αυτής, όπως μέχρι τώρα εφαρμόζεται από την Υπηρεσία Ασύλου, όσο και στην πλειοψηφία των αποφάσεων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφύγων. Σημειώνεται ότι οι εν λόγω αποφάσεις των εθνικών αρχών, βασιζόμενες στις Προτάσεις του ίδιου Εισαγγελέα επί των υποθέσεων C 924/19 PPU και C 925/19 PPU, ερμήνευαν, εσφαλμένα, κατά τη συντριπτική πλειοψηφία τους ότι η προϋπόθεση της πραγματικής ή μη επανεισδοχής στην τρίτη χώρα ελέγχεται, όχι κατά το στάδιο έκδοσης, αλλά κατά το στάδιο εκτέλεσης της απόφασης με την οποία κρίνεται απαράδεκτη μια αίτηση διεθνούς προστασίας, λόγω εφαρμογής της ρήτρας ασφαλούς τρίτης χώρας.
Υπενθυμίζουμε ότι η πλειοψηφία της Ολομέλειας του ΣτΕ, με την ως άνω απόφασή της, έχει ερμηνεύσει το άρθρο 38 της Οδηγίας λαμβάνοντας υπόψη τη διάταξη του άρθρου 18 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διαφυλάσσει το δικαίωμα στο άσυλο, κατά τρόπο ώστε να εξυπηρετείται ο επιδιωκόμενος από την οδηγία αυτή σκοπός.
Πέραν του σοβαρού νομικού αντιλόγου επί της δοθείσης από το ΔΕΕ ερμηνείας του άρθρου 38 και της αντίθεσής του με την έκδοση της ως άνω κανονιστικής πράξης-καθώς προσκρούει σε βασικές αρχές διεθνούς και ενωσιακού δικαίου που διέπουν την ερμηνεία νομικών διατάξεων– η απόφαση του ΔΕΕ είναι μείζονος σημασίας γιατί, ανατρέπει μια, πολυετή και πλέον, αυθαίρετη και καταχρηστική πρακτική των ελληνικών αρχών να απορρίπτουν, συλλήβδην, αιτήσεις ασύλου ως απαράδεκτες κατ’ εφαρμογή της ασφαλούς τρίτης χώρας, και βάζει τέλος στην έκπτωση από τα δικαιώματα χιλιάδων αιτούντων, απαγορεύοντας, πλέον, την απόρριψή τους όταν δεν υπάρχει δυνατότητα επανεισδοχής τους στην Τουρκία και υπαγορεύοντας τη εξατομικευμένη εξέτασή τους σύμφωνα με την Οδηγία.
Διαβάστε περισσότερα >>>