#OpenTheIslands
Μία 4μελής οικογένεια από το Ιράκ περιγράφει τους κινδύνους που τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, το ταξίδι ως την Ελλάδα και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης Βιάλ στη Χίο, όπου βρίσκονται παγιδευμένοι εδώ και σχεδόν 6 μήνες.
E.S. (γυναίκα, 36 ετών): Η οικογένειά μας αποτελείται σήμερα από 4 μέλη. Στο παρελθόν ήμασταν 5, αλλά η 12χρονη κόρη μας, σκοτώθηκε στο Ιράκ.
M.S. (άνδρας, 42 ετών): Μετά από αυτό το τραγικό συμβάν αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε το Ιράκ και να έρθουμε στην Ευρώπη για μια καλύτερη ζωή.
E.S.: Ήθελα επίσης να φύγω από το Ιράκ για να μπορέσω να σώσω την οικογένειά μου και τον εαυτό μου. Απειλήθηκα από τον στρατό τόσο για τη δουλειά μου όσο και για τις πεποιθήσεις μου. Κατάλαβα λοιπόν ότι δεν μπορούσα πλέον να ζήσω εκεί. Βρισκόμαστε στο νησί της Χίου ήδη 4 μήνες και 51 ημέρες. Δεν ξέρω για πόσο ακόμη πρέπει να περιμένουμε εδώ. Είμαι μπερδεμένη.
M.S.: Όταν φτάσαμε εδώ ήμουν πολύ χαρούμενος! Αισθανθήκαμε ανακουφισμένοι και ασφαλείς. Στην αρχή κοιμόμασταν στις σκηνές αλλά δεν μας ένοιαζε. Δεν μας ενοχλούσαν ούτε τα ποντίκια, ούτε οι σκορπιοί, ούτε οι κακές συνθήκες διαβίωσης. Περιμέναμε ότι θα μετακινηθούμε σύντομα…
E.S.: Αλλά η ευτυχία μας δεν κράτησε περισσότερο από 10 ημέρες. Διαπιστώσαμε ότι αυτή η κατάσταση δεν θα αλλάξει και έτσι άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί ήρθαμε εδώ. Είχα ακούσει ότι η Ευρώπη δεν είναι επικίνδυνη, ότι είναι πολιτισμένη, με ανθρώπους που έχουν καλούς τρόπους και επαγγελματισμό. Αλλά το μόνο πράγμα που βλέπω είναι εργαζόμενους από τις 9 το πρωί έως τις 5 το απόγευμα, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται για τα δικαιώματά μας και απλά περιμένουν να τελειώσει το ωράριό τους.
Είμαι ψυχολόγος κι έχω εργαστεί για τη UNICEF βοηθώντας τους πρόσφυγες που φτάνουν στο Ιράκ σε επίπεδο κοινωνικής στήριξης. Ποτέ δεν έχω φερθεί σε πρόσφυγες με αυτόν τον τρόπο. Δεν καταλαβαίνω γιατί η οικογένειά μου εδώ αντιμετωπίζεται έτσι. Έχουμε περάσει ατελείωτες ώρες σε υπηρεσίες όπως την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ και την Υπηρεσία Ασύλου, δίνοντας συνεντεύξεις και εξηγώντας ξανά και ξανά την ιστορία μας. Κι όλα αυτά χωρίς αποτέλεσμα. Πήραμε τα χαρτιά μας αλλά είμαστε ακόμα εδώ. Δεν καταλαβαίνω γιατί. Έχω τόσες πολλές ερωτήσεις και απορίες κι όλοι μου λένε: «Δεν είναι δική μου ευθύνη». Κανείς δεν μου λέει την αλήθεια. Ο μόνος που νιώθω ότι νοιάζεται για την οικογένειά μου είναι ο Κάριτας Ελλάς και δύο άλλοι ψυχολόγοι από το ΚΕΕΛΠΝΟ. Δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για εμάς και προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο.
M.S.: Έχουμε περάσει 3 μήνες στη σκηνή, μέσα στη βρωμιά, και ένα μήνα σε ένα κοντέινερ με άλλες οικογένειες. Έχω μετανιώσει που ήρθα εδώ. Λυπάμαι που βρίσκομαι στο Κέντρο Υποδοχής Βιάλ. Δεν θέλω άλλο να μείνουμε εδώ. Θέλω να τελειώσει αυτό. Οι άνθρωποι εδώ τσακώνονται συνέχεια μεταξύ τους, δεν υπάρχει καλό φαγητό, δεν υπάρχει καθαριότητα, τα χρήματα που λαμβάνουμε από τον ΟΗΕ δεν αρκούν για να καλύψουμε τις ανάγκες μας. Η ζωή δεν είναι καλή εδώ. Προσπαθώ να κρατήσω τα μέλη της οικογένειάς μου ασφαλή και ενωμένα, αλλά είναι δύσκολο.
E.S.: Τα αγόρια μου δεν είναι ασφαλή. Νιώθω ότι δεν υπάρχει καμία προοπτική για αυτά εδώ. Τα πιέζω να παρακολουθήσουν κάποια μαθήματα από εθελοντές στο κέντρο της πόλης, αλλά αυτό δεν αρκεί. Η εκπαίδευση δεν είναι αρκετή, το φαγητό δεν είναι καλό, οι συνθήκες υγιεινή είναι στο μηδέν. Προσπαθώ να πλύνω τα ρούχα και τα πιάτα μας, αλλά τα πάντα γύρω μας είναι βρώμικα και μυρίζουν τόσο άσχημα, έτσι και πάλι όλα είναι βρώμικα.
Το στρατόπεδο δεν είναι ασφαλές, τη νύχτα οι άνθρωποι παίρνουν ουσίες (αλκοόλ και ναρκωτικά) και οπλοφορούν. Είμαστε πραγματικά τρομοκρατημένοι. Αισθανόμαστε ότι οι καλοί άνθρωποι είναι παγιδευμένοι εδώ και οι κακοί πήραν το χαρτιά του και πήγαν στην ενδοχώρα. Ήμουν ειλικρινής και συνεργάσιμη από την πρώτη στιγμή με όλους, αλλά παραμένω εδώ. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους είπαν ψέματα αλλά φύγανε. Είμαι τόσο απογοητευμένη. Δεν ξέρω πώς να φανώ δυνατή και να διατηρήσω τις αξίες μου για την οικογένειά μου. Κουράστηκα να ικετεύω τους ανθρώπους να μου δώσουν τη δυνατότητα να διεκδικήσω μια κανονική ζωή και ένα σπίτι.
B.S. (αγόρι, 9 ετών): Αισθάνομαι πολύ άσχημα εδώ. Δεν μου αρέσει το Βιάλ, όλα είναι χάλια. Δεν υπάρχει καμία δραστηριότητα να κάνω. Τα παιδιά από το Αφγανιστάν και από τις αραβικές χώρες τσακώνονται μεταξύ τους συνέχεια. Δεν καταλαβαίνω γιατί. Ακόμα και παιδιά που μιλάμε την ίδια γλώσσα, μου λένε κακά πράγματα, για μένα, τον αδελφό μου και την οικογένειά μου. Μου επιτίθενται και με κοροϊδεύουν γιατί έχω πρόβλημα. Μου αρέσει να παίζω ποδόσφαιρο στο γήπεδο του στρατοπέδου. Με βοηθά να ξεχνώ και να χαμογελώ. Μου αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο.
E.S.: Μου έχει διαγνωστεί ένα μικρόβιο στο αίμα και χρειάζομαι κατάλληλες συνθήκες και φαρμακευτική αγωγή. Ο 9χρονος γιος μου, στο παρελθόν είχε αντιμετωπίσει νευρολογικά προβλήματα, αλλά είχαν ξεπεραστεί. Τώρα, εδώ, αντιμετωπίζει και πάλι το ίδιο πρόβλημα. Παρόλο που παίρνει τα φάρμακά του, η γενική κατάσταση δεν τον βοηθά, όπως οι κακές συνθήκες διαβίωσης, η ανύπαρκτη υγιεινή, ο «παράξενος» καιρός. Έχουμε τόσες πολλές αναφορές, για μένα και για το γιο μου, από το νοσοκομείο της Χίου, που λένε ότι πρέπει να μεταφερθούμε για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στην ενδοχώρα, καλύτερα νοσοκομείο και άμεση μετακόμιση σε σπίτι, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
M.S.: Ζούσαμε πάντα με αξιοπρέπεια. Αλλά εδώ δεν είναι έτσι. Εδώ αισθανόμαστε ότι δεν είμαστε άνθρωποι. Ακόμα και ο οδηγός του λεωφορείου μάς προσβάλλει όλη την ώρα. Όλους τους πρόσφυγες. Δεν του αρέσουμε. Είμαι κι εγώ οδηγός σε μεγάλα οχήματα και μπορώ να πω ότι αυτός δεν έχει επαρκή ικανότητα οδήγησης. Κάποιες φορές βλέπει τους ανθρώπους να ζητούν να ανέβουν, αλλά ακόμα και αν το λεωφορείο είναι άδειο, δεν τους επιτρέπει να μπουν μέσα. Οι πρόσφυγες τον ικετεύουν, του προσφέρουν ακόμη και χρήματα, αλλά δεν τους θέλει.
E.S.: Παίρνουμε το λεωφορείο για να πάμε στην πόλη. Μου αρέσει η πόλη. Με βοηθά να νιώθω καλύτερα και να ξεχάσω. Οι άνθρωποι εκεί είναι ευγενικοί και μας φέρονται διαφορετικά. Αισθάνομαι ξανά ότι είμαι άνθρωπος. Καταλαβαίνω γιατί σε κάποιους ντόπιους δεν αρέσουν οι πρόσφυγες. Κι εμένα, δεν μου αρέσουν οι περισσότεροι. Τους βλέπω να κλέβουν από τις περιουσίες των κατοίκων γύρω από το στρατόπεδο, φρούτα και αντικείμενα. Είναι κλέφτες. Ακόμα και οι γυναίκες και τα παιδιά. Κλέβουν συνέχεια και τα πάντα όταν έχουν την ευκαιρία και κανείς δεν δίνει σημασία. Ακόμη και οι γιοι μου παραπονιούνται γι’ αυτούς. Προσπαθώ σκληρά να τους διδάξω το καλό και το κακό, και να τους μεταδώσω ισχυρές αξίες αλλά τώρα δεν είμαι σίγουρη πώς μπορώ να τους προστατεύσω από αυτές τις συμπεριφορές, τις βωμολοχίες και την άσχημη γλώσσα. Όλοι έχουμε γίνει πιο ευάλωτοι εδώ.
Θέλω να παλεύω κάθε μέρα για το καλύτερο. Δεν χάνω την ελπίδα μου, θέλω να επενδύσω στον εαυτό μου και στην οικογένειά μου, να βρω ένα σπίτι και να εγκατασταθώ. Θέλω να ξεκινήσω και πάλι τη ζωή μου. Θέλω να βοηθήσω τους πρόσφυγες και να εργαστώ ξανά ως ψυχολόγος